σηπτικῆς

σηπτικῆς
σηπτικός
putrefactive
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… …   Dictionary of Greek

  • ευτρεπιστία — η [ευτρεπιστής] ιατρ. θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται στην προπαρασκευή τού ασθενούς για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχόμενης σηπτικής λοιμώξεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”